- Δῶτ'
- Δῶτε , Δῶτοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δῶτ' — δῶτε , δίδωμι Aër. aor imperat act 2nd pl (epic) δῶτε , δίδωμι Aër. aor subj act 2nd pl (epic) δῶτε , δίδωμι Aër. aor subj act 2nd pl δῶται , δίδωμι Aër. aor subj mid 3rd sg δῶτε , δίδωμι Aër. aor ind act 2nd pl (epic) δῶτα , δώτης masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βητάρμων — βητάρμων, ο (Α) 1. ο χορευτής 2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ άρμων συνδέεται ως προς το β συνθετικό με την ομάδα… … Dictionary of Greek
Τζουμέρκα — Αναφέρονται και ως Τσουμέρκα. Οροσειρά της Ηπείρου, διακλάδωση της νότιας Πίνδου. Υψώνεται ανάμεσα στους ποταμούς Αχελώο και Άραχθο και προς τα N καταλήγει στο Μακρυνόρος. Στην αρχαιότητα η οροσειρά αυτή ονομαζόταν όρη των Αθαμάνων ή Αθαμανικά… … Dictionary of Greek